- ταργάνη
- ταργάνη, ἡ,A = σαργάνη, plaited work, Hsch., EM753.54.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταργάνη — plaited work fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταργάνη — ἡ, Α βλ. σαργάνη … Dictionary of Greek
σαργάνη — και ταργάνη, ἡ, Α 1. πλέγμα, δεσμός 2. καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα άνη (πρβλ. ορκ άνη, πλεκτ άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών σ και τ , η οποία, κατά μία άποψη,… … Dictionary of Greek
συνταργανούμαι — όομαι, Α περιτυλίγομαι, συμπλέκομαι («ἐν ἀμφιβλήστρῳ συντεταργανωμένας», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταργανοῦμαι «συμπλέκομαι, περιτυλίσσομαι» (< ταργάνη, άλλος τ. τού σαργάνη «πλέγμα, σχοινί»)] … Dictionary of Greek
ταργανούμαι — (I) όομαι, Α [τάργανον] γίνομαι ξίδι, ξινίζω. (II) όομαι, Α [ταργάνη] συμπλέκομαι … Dictionary of Greek
ταργάναι — ταργάνᾱͅ , ταργάνη plaited work fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)